Η ελιά στην Ελλάδα καλλιεργείτε αποδεδειγμένα περισσότερα από 6.000 χρόνια, όπως αυτό αποδεικνύεται και από το μεγάλο προμινωικό δένδρο της Νάξου που έχει περίμερο κορμών 29,0 μέτρα και μέγιστη διάμετρο 10,8 μέτρα.
Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χιλιετιών και σε συνδυασμό με τα διάφορα μικροκλίματα της χώρας μας, δημιουργήθηκαν - επιλέχθηκαν πάρα πολλές ποικιλίες, λαδολιές, διπλής χρήσεως και βρώσιμες.
Παρ` ότι σήμερα ο επίσημα καταγεγραμμένος αριθμός των ελληνικών ποικιλιών ελιάς δε υπερβαίνει τις 45-50 ποικιλίες, ο πραγματικός τους αριθμός υπερβαίνει τις 100. Δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών ποικιλιών δεν είναι ακόμα επίσημα καταγεγραμμένο.
Αυτό το μεγάλο κενό έρχονται να καλύψουν τα "Φυτώρια Γιώργος Κωστελένος". Από το 1991 ερευνούν, καταγράφουν και αξιολογούν όσες ελληνικές ποικιλίες ελιάς εντοπίζουν, δημιουργώντας παράλληλα και φυτεία αναφοράς στο αγρό για τη μελέτη των αγρονομικών τους χαρακτηριστικών.
Στον κατάλογό μας θα βρείτε ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών ποικιλιών ελιάς που έχουμε και πολλαπλασιάζουμε και εάν δεν βρείτε την ποικιλία που θέλετε μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας.
Τέλος, για ακόμα περισσότερες πληροφορίες πάνω στις ελληνικές ποικιλίες ελιάς μπορείτε να ανατρέξετε στο βιβλίο μας "Κωστελένος Γιώργος (2011). Στοιχεία Ελαιοκομίας - Ιστορία, περιγραφή και γεωγραφική κατανομή των ποικιλιών ελιάς στην Ελλάδα. Σελ 430", όπου περιγράφονται 80 ελληνικές ποικιλίες.
Σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν καταγραφεί περισσότερες από 1.600 ποικιλίες ελιάς, με την Ισπανία και την Ιταλία να κατέχουν περίπου το 50% του συνόλου.
Ανάμεσα σε όλες αυτές τις ποικιλίες υπάρχουν αξιόλογες ποικιλίες παγκόσμιας διάδοσης, όπως είναι π.χ. οι ισπανικές ποικιλίες Picual και Manzanilla, η Γαλλική Picholine, οι Ιταλικές Frantoio και Leccino, αλλά και πολλές άλλες ποικιλίες λιγότερο γνωστές με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Οι πλέον σύγχρονες μοριακές μελέτες δείχνουν ότι το μεγαλύτερο μέρος των ποικιλιών ελιάς της δυτικής Μεσογείου έλκει την καταγωγή του από την ανατολική Μεσόγειο, δηλαδή ότι οι περισσότερες ποικιλίες ελιάς προέρχονται έμμεσα ή άμεσα από ποικιλίες της ανατολικής Μεσογείου.
Το γεγονός αυτό είναι μέχρι ενός βαθμού αναμενόμενο διότι από χρόνια είναι γνωστό ότι η καλλιέργεια της ελιάς ξεκίνησε στην ανατολική Μεσόγειο. Για κάποιες ποικιλίες μάλιστα όπως π.χ. η ποικιλία Arbequina υπάρχουν ακόμα περισσότερα στοιχεία. Ο Δούκας Medinaceli την μετέφερε πριν από 500 περίπου χρόνια από την Ελλάδα στην Ισπανία, απ` όπου και έγινε παγκόσμια γνωστή ως ισπανική ποικιλία.
Με βάση όμως νεώτερα στοιχεία και αντίθετα με όσα λέγονται και γράφονται, η ελαιοκαλλιέργεια φαίνεται να μην ξεκίνησε από τη Μέση Ανατολή, αλλά από το Αιγαίο και την Ελλάδα γενικότερα. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στο βιβλίο μας "Κωστελένος Γιώργος (2015). Η καταγωγή και η εξημέρωση της ελιάς. Σελ. 51."
Στον κατάλογό μας μπορείτε να βρείτε πολλές από τις ξένες ποικιλίες ελιάς που σήμερα καλλιεργούνται σε διάφορες χώρες, άλλες γνωστές και παγκόσμιας διάδοσης και άλλες λιγότερο γνωστές.
Για τους εμβολιασμούς στο φυτώριό μας χρησιμοποιούμε τόσο γνωστά κλωνικά υποκείμενα ελιάς όσο και υποκείμενα δικής μας επιλογής τα οποία επιλέξαμε για κάποια καλά τους χαρακτηριστικά. Σε κάθε περίπτωση όλα τα υποκείμενα τα πολλαπλασιάζουμε με μοσχεύματα στην υδρονεφωση, γιατί μόνο τότε διατηρούν τα επιθυμητά χαρακτηριστικά τους.
Ο λόγος που εμείς εμβολιάζουμε τις ελιές είναι για θέλουμε να προσδώσουμε στις καλλιεργούμενες ποικιλίες επιθυμητά χαρακτηριστικά όταν αυτές δεν τα έχουν όπως:
α) Αντοχή στο βερτιτσίλλιο και σε μύκητες που προσβάλλουν το ξύλο,
β) Αντοχή στα υφάλμυρα νερά και στις συνθήκες υψηλής εδαφικής υγρασίας,
γ) Αύξηση της παραγωγικότητας,
δ) Επίτευξη νανισμού,
ε) Μεγαλοκαρπία στις βρώσιμες ποικιλίες κ.α.
Υπενθυμίζεται ότι ο εμβολιασμός στα φυτά εφαρμόζεται σε τέσσερις (4) κυρίως περιπτώσεις:
α) Όταν οι επιθυμητές ποικιλίες δεν πολλαπλασιάζονται εύκολα με ήμερα τμήματα π.χ. μοσχεύματα, ιστοκαλλιέργεια κ.λπ.
β) Όταν χρειάζεται να γίνει αντικατάσταση της καλλιεργούμενης ποικιλίας χωρίς εκρίζωση των φυτών,
γ) Όταν οι καλλιεργούμενες ποικιλίες χρειάζεται να έχουν επιθυμητές ιδιότητες που αυτές από μόνες τους δεν τις έχουν π.χ. ανθεκτικότητα σε ασθένειες, σε υφάλμθρα νερά, νανισμό κ.λπ.
δ) Όταν δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες υλικοτεχνικές υποδομές και η τεχνογνωσία στα φυτώρια, ή όταν τα φυτώρια είναι μικρής δυναμικότητας για να δικαιολογούν την ύπαρξη κοστοβόρων υποδομών.
Στην Ελλάδα ο εμβολιασμός της ελιάς είναι ευρύτατα διαδεδομένος και εφαρμόζεται σχεδόν αποκλειστικά πάνω σε σπορόφυτα ελιάς, τις λεγόμενες "αγριελιές", διότι επικρατεί η πεποίθηση ότι τα δένδρα αυτά είναι πιο ανθεκτικά στους εχθρούς και τις ασθένειες και ταυτόχρονα πιο ζωηρά και παραγωγικά από τα ήμερα δένδρα.
Αυτό όμώς δεν είναι καθόλου αλήθεια διότι:
α) Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πλέον πραγματικές "αγριελιές" με τη βοτανική έννοια του όρου. Ακόμα και όταν οι ελιές φύονται μόνες τους στα βουνά και πάλι δεν είναι πραγματικές [genuine] "αγριελιές" αλλά "ήμερες ελιές" αδέσποτες [feral], όπως π.χ. τα αδέσποτα σκυλιά δεν έιναι πραγματικά "αγριόσκυλα" αλλά "ήμερα" σκυλιά αδέσποτα!
β) Τα ήμερα δένδρα ελιάς (χωρίς εμβολιασμό) δεν υστερούν έναντι των εμβολιασμένων όσο αφορά τη μακροζωία, αλλά όπως γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του ο μεγαλύτερος έλληνας ελαιοκόμος του προηγουμενου αιώνα ο Νικ. Λύχνος "Τα γεγονότα τουναντίον μας πείθουν περί του εναντίου.....".
γ) Όταν τα υποκείμενα ελιάς προέρχονται από σπόρο, ακόμα και από το ίδιο δένδρο, προκύπτουν νεαρά σπορόφυτα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους. Στην κυριολεξία φυτρώνει "κάθε καρυδιάς καρύδι", με εντελώς διαφορετικές ιδιότητες τις οποίες καθόλου δεν γνωρίζουμε για να τις θεωρούμε επιθυμητές. Δεν γνωρίζουμε π.χ. εάν και τι αντοχές έχουν σε εχθρούς και ασθένειες, τον τρόπο που επιδρούν στα εμβόλια, εάν είναι ανθεκτικά στο χρόνο κ.λπ.
Στη σύγχρονη δενδροκομία, αμπελουργία, στα κηπευτικά κ.λπ. είναι επιθυμητή η πλήρης ομοιομορφία του γενετικού υλικού και γι` αυτό χρησιμοποιούνται "κλωνικά υποκείμενα" με γνωστές ιδιοτήτες. Μπορεί στην ελαιοκομία τα "κλωνικά υποκείμενα" να μην είναι ακόμα ευρέως διαδεδομένα, αλλά προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η σύγχρονη έρευνα, στην οποία και είμαστε πρωτοπόροι σε παγκόσμιο επίπεδο.